- οπλουργός
- ο (Α ὁπλουργός)κατασκευαστής όπλωννεοελλ.στρ. στρατιωτικός με ειδικές γνώσεις και εμπειρία στην επισκευή όπλων διαφόρων τύπων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. μαχαιρ-ουργός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οπλουργός — ο επιδιορθωτής, συντηρητής του φορητού οπλισμού του στρατού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὁπλουργούς — ὁπλουργός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
οπλοτεχνουργός — ο στρ. οπλουργός … Dictionary of Greek
οπλουργία — ὁπλουργία, ἡ (Μ) [οπλουργός] η κατασκευή τών όπλων, οπλοποιία … Dictionary of Greek
όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… … Dictionary of Greek